Δύο εβδομάδες μετά τις εκλογές η Τουρκία παραμένει τύποις με υπηρεσιακή κυβέρνηση και υπηρεσιακό πρόεδρο της Δημοκρατίας ενώ παραμένουν βασικά προβλήματα προς λύση και έχει προστεθεί ακόμη ένα - η λειψυδρία σε μεγάλες πόλεις και η ξηρασία στην ύπαιθρο. Κυβερνητική πηγή ανακοίνωσε προχθές ότι η εκλογή προέδρου της Δημοκρατιας θα γίνει την ερχόμενη Δευτέρα 20 τρέχοντος και αν χρειασθεί δεύτερη ή και τρίτη (τελευταία) ψηφοφορία, αυτή θα γινει διαδοχικα στις 24 και 28 Αυγούστου. Ο πρωθυπουργός κ. Ερντογάν πρόσφερε κλάδο ελαίας στο στρατιωτικό - γραφειοκρατικό κατεστημένο υποδεικνύοντας για πρόεδρο της Βουλής τον κ. Τακσάλ Τοπλάν, 64 ετών, συντηρητικό πολιτικό, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού στην κυβέρνηση της κυρίας Τσιλέρ. Εξελέγη πανηγυρικά στην πρώτη ψηφοφορία την περασμένη Πέμπτη - 450 υπέρ επί 535 παρόντων. Αλλά η χειρονομία του κ. Ερντογάν έδωσε αμφιλεγόμενα μηνύματα. Ικανοποίησε τους τραπεζικούς και οικονομικούς κύκλους όπως και την εθνικιστική αντιπολίτευση του κ. Μπαχτσελί και προκάλεσε ανησυχίες σε εκείνους που ζητούν ριζικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Οι οικονομικοί κύκλοι δήλωσαν ότι ο πρωθυπουργός κ. Ερντογάν «προχωρεί στην ορθή κατεύθυνση, δείχνει ότι αποφεύγει ακρότητες και επιθυμεί συμβιβαστικές λύσεις», αλλά ακριβώς αυτός ο «συμβιβασμός» κάνει πολλούς να ανησυχούν. [Σύμφωνα με δημοσκόπηση της περασμένης Τετάρτης το 85,6% των Τούρκων επιθυμεί σοβαρές θεσμικές μεταρρυθμίσεις.] Αν, λέγουν, η «συμβιβαστική τακτική» αποτελέσει το πολιτικό δόγμα της νέας κυβέρνησης, αυτό θα σημαίνει ότι οι αλλαγές και οι μεταρρυθμίσεις θα είναι επιφανειακές και περιορισμένες σε έκταση. Αυτό θα έχει σοβαρές συνέπειες και, όπως προειδοποιεί ο πολιτικός αρθρογράφος Χισάν Νταγκί, «αν το κυβερνητικό κόμμα σκέπτεται να κινηθεί ως να μην υπήρξε ποτέ η 22α Ιουλίου τότε δεν θα υπάρξει ποτέ άλλη φορά το 47%».
Δίδεται όμως και άλλη ερμηνεία στη χειρονομία του κ. Ερντογάν. Τοποθετώντας ως πρόεδρο της Βουλής ένα πρόσωπο της αποδοχής του «στρατιωτικού και κοσμικού κατεστημένου» ο πρωθυπουργός μπορεί τώρα να υποδείξει εκ νέου τον κ. Γκιουλ ως υποψήφιο για την Προεδρία. Ο κ. Γκιουλ παραμένει πάντοτε «σκιώδης υποψήφιος», έχει την υποστήριξη μεγάλης μερίδας του Τύπου και του κομματικού μηχανισμού και «είναι πάντοτε για τον κ.Ερντογάν ο κατάλληλος υποψήφιος» κατά δήλωση κυβερνητικού αξιωματούχου ύστερα από την πολύωρη συνάντηση των κκ. Ερντογάν, Γκιουλ και Αρίντς, την περασμένη Τετάρτη. Εννοείται ότι παραμένουν πάντοτε οι απερίφραστες απειλές εναντίον της υποψηφιότητας του κ. Γκιουλ, όπως και οι έμμεσες προειδοποιήσεις.
Ο εθνικιστής κ. Μπαχτσελί εξακολουθεί να βλέπει «αναπόφευκτη μια νέα κρίση αν (ο κ. Ερντογάν) ακολουθήσει ακραία τακτική και ερμηνεύσει όπως εκείνος θέλει το εκλογικό αποτέλεσμα». Ωστόσο είναι πολύ πιο έντονη η φωνή εκείνων που ευθέως γράφουν και λέγουν ότι αν ο κ. Ερντογάν «υποκύψει σε σκοπιμότητες» και σε πιέσεις των στρατιωτικών θα απογοητεύσει «εκείνους που τον ψήφισαν έχοντας να επιλέξουν μεταξύ του κ. Γκιουλ και του Στρατού». Αλλά και οι στρατιωτικοί θέλησαν να δώσουν το μήνυμά τους - πιο ήπια αυτή τη φορά. Απουσίασαν επιδεικτικά από την ορκωμοσία των βουλευτών με το πρόσχημα της συνεδρίασης του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου, γεγονός το οποίο προκάλεσε την καθολική αντίδραση των τούρκων σχολιαστών και την προειδοποίηση ότι «ίσως μιαν άλλη φορά ο Τύπος δεν θα μπορέσει να αποδεχθεί κάτι τέτοιες εξηγήσεις, επειδή ο Τύπος έχει και μνήμη και γνώση».
Η καθυστέρηση του σχηματισμού κυβέρνησης μάλλον πρέπει να αποδοθεί σε επιθυμία του κ. Ερντογάν να την παρουσιάσει και να την ορκίσει ενώπιον του νέου προέδρου και όχι ενώπιον του κ. Σεζέρ - με τον οποίον οι σχέσεις του είναι ψυχρές. Ο πρωθυπουργός εξάλλου δεν θα ήθελε να διακινδυνεύσει διαρροές βουλευτών του που δεν υπουργοποιήθηκαν σε περίπτωση που προηγηθεί ο σχηματισμός κυβέρνησης της εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας. Οσον αφορά τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης οι σχετικές πληροφορίες αναφέρουν ότι αυτή θα έχει πολλούς τεχνοκράτες «έτοιμους να ακολουθήσουν διαταγές ως καλοί στρατιώτες» και λιγότερα πολιτικά πρόσωπα τα οποία «πολλές φορές φέρονται σαν στρατηγοί» («Ζαμάν»).
Οι προτεραιότητες της κυβέρνησης
Η δράση των Κούρδων του ΡΚΚ που βρίσκονται στο Βόρειο Ιράκ και οι σχέσεις με τις ΗΠΑ παραμένουν προβλήματα προτεραιότητας για τη νέα κυβέρνηση. Οι συνομιλίες του ιρακινού πρωθυπουργού Νούρι αλ Μαλίκι στην Αγκυρα την περασμένη εβδομάδα δεν απέδωσαν τίποτε περισσότερο από μια κοινή τουρκο-ιρακινή δήλωση που προβλέπει αορίστως μέτρα «για τερματισμό της παρουσίας του ΡΚΚ σε ιρακινό έδαφος (...) και στενή συνεργασία εναντίον της τρομοκρατίας». Ο κ. Ερντογάν προειδοποίησε πάντως τον ιρακινό ομόλογό του ότι αν δεν κινηθεί γρήγορα και αποτελεσματικά εναντίον του ΡΚΚ στο Ιράκ «η Τουρκία θα πάρει την υπόθεση στα χέρια της». Τουρκικές πηγές χαρακτήρισαν την επίσκεψη του κ. Μαλίκι, τον οποίο συνόδευαν έξι υπουργοί και 34 σύμβουλοι, ως «σόου» συνεργασίας των δύο χωρών και προοίμιο σε «στρατιωτική τουρκική ενέργεια εναντίον των κούρδων τρομοκρατών του Ιράκ». Είναι ενδεικτικό ότι ο κ. Μαλίκι αρνήθηκε να υπογράψει συμφωνία αντιτρομοκρατικής συνεργασίας δηλώνοντας ότι προηγουμένως πρέπει να την εγκρίνει η ιρακινή Βουλή - η οποία, ας σημειωθεί, λειτουργεί εντελώς ευκαιριακά. Το πρόβλημα με τις ΗΠΑ είναι το ψήφισμα για τη γενοκτονία των Αρμενίων το οποίο εκκρεμεί στο Κογκρέσο. Το ψήφισμα επρόκειτο να ψηφιστεί τον Ιούνιο αλλά, λόγω των τουρκικών εκλογών και ύστερα από «έκκληση» του προέδρου Μπους στην πρόεδρο της Βουλής κυρία Μπελόσι, η ψήφιση μετατέθηκε για τον Οκτώβριο. Ο Λευκός Οίκος, το Πεντάγωνο και η Αγκυρα, καθώς και ένα λόμπι με επικεφαλής τον κ. Χόλμπρουκ, προσπαθούν να μη φθάσει καν προς ψήφιση το σχετικό κείμενο επικαλούμενοι τον «ιδιαίτερα σημαντικό στρατηγικό ρόλο της Τουρκίας», τον οποίο όμως αμφισβητεί μεγάλος αριθμός βουλευτών και των δύο κομμάτων που επικρίνουν την Τουρκία για την άρνησή της να επιτρέψει σε αμερικανικές δυνάμεις να εισβάλουν από το έδαφός της στο Ιράκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου