Το Ισραήλ είπε στις ΗΠΑ να επιτεθούν στο Ιράν και όχι στο Ιράκ μετά την 11η Σεπτεμβρίου
Το Ισραήλ προειδοποίησε τις ΗΠΑ να μην εισβάλουν στο Ιράκ μετά την 11η Σεπτεμβρίου αλλά να επικεντρωθούν στο Ιράν ως τον πρωταρχικό τους εχθρό, δήλωσε ο Λόρενς Γουίλκερσον, πρώην κυβερνητικός αξιωματούχος.
Ισραηλινοί αξιωματούχοι προειδοποίησαν το επιτελείο του Τζορτζ Μπούς πως μια επίθεση εναντίον του Ιράκ θα αποσταθεροποιούσε την περιοχή και επομένως θα ήταν προτιμότερο να θέσουν ως πρωταρχικό τους στόχο το Ιράν.
Ο Γουίλκερσον υπηρετούσε τότε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και όπως δηλώνει, οι Ισραηλινοί αντέδρασαν έντονα όταν αντιλήφθηκαν τις προθέσεις του Μπούς για επίθεση εναντίον του Ιράκ. "Οι Ισραηλινοί μας έλεγαν πως ο εχθρός δεν είναι το Ιράκ αλλά το Ιράν."
Οι Ισραηλινοί απέστειλαν μήνυμα στο Λευκό Οίκο αρχές του 2002 λέγοντας "αν σχεδιάζετε να αποσταθεροποιήσετε την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή, κάντε το εναντίον του κύριου εχθρού."
Η προειδοποίηση κατά της εισβολής στο Ιράκ ήταν διάχυτη σε όλες τις επαφές των Ισραηλινών με την Ουάσινγκτον. Μεταβιβαζόταν στην Αμερικανική Κυβέρνηση από διάφορες Ισραηλινές πηγές, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών, ομάδες πληροφοριών και απλούς πολίτες. Η κύρια επισήμανση των Ισραηλινών ήταν πως οι ΗΠΑ δεν έπρεπε να επιτεθούν αμέσως στο Ιράν, αλά πως δεν έπρεπε να τους αποσπά την προσοχή από την ιρανική απειλή το Ιράκ και ο Σαντάμ Χουσέιν.
Τις συμβουλές των Ισραηλινών για την αποφυγή μιας στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράκ πυροδότησαν οι πληροφορίες πως το επιτελείο του Μπους εξέταζε σοβαρά και σχεδίαζε ένα τέτοιο ενδεχόμενο από τον Δεκέμβριο του 2001. Ο τότε Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Ντόναλντ Ράμσφελτ είχε ζητήσει από τον επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας Τόμμυ Φρανκ να καταστρώσει τα σχέδια του νέου πολέμου από τις 4 Δεκεμβρίου 2001.
Όταν ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ Αριέλ Σαρόν πληροφορήθηκε τις προθέσεις των ΗΠΑ επισκέφτηκε την Ουάσινγκτον συνοδευόμενος με τον Υπουργό Άμυνας της χώρας Φουάντ Μπεν Ελιέζερ στις 7 Φεβρουαρίου 2002, σε μια προσπάθειά του να πείσει τον Αμερικανό Πρόεδρο πως ο πραγματικός εχθρός στη Μέση Ανατολή ήταν το Ιράν και όχι το Ιράκ. Το περιεχόμενο της συνάντησης δεν είδε τα φώτα της δημοσιότητας. Διέρρευσε όμως πως ο Σαρόν συμβούλευσε τον Μπους να μην καταλάβει το Ιράκ και τον διαβεβαίωσε πως το Ισραήλ δεν θα έφερνε αντίρρηση στο σχέδιο για ανατροπή του Σαντάμ.
Το Ισραήλ τήρησε σιγή ιχθύος μετά τη συνάντηση, με μοναδική εξαίρεση τις 16 Αυγούστου, οπότε και ένας εκ των βοηθών του Σαρόν, ο Ρανάν Γκίσσιν δήλωσε πως "Οποιαδήποτε αναβολή της επίθεσης εναντίον του Ιράκ σε αυτό το στάδιο δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτα. Θα δώσει απλώς περισσότερο χρόνο (στον Σαντάμ) για επιτάχυνση του προγράμματος όπλων μαζικής καταστροφής."
Οι αντιρρήσεις του Ισραήλ συνεχίστηκαν και τον Οκτώβριο του 2002, όταν ο επικεφαλής της Ισραηλινής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών του στρατού Ααρών Φάρκας ανέφερε στον Αμερικανό Πρόεδρο πως το Ιράκ δεν διέθετε πυραύλους που να είναι σε θέση να πλήξουν άμεσα το Ισραήλ και αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς των ΗΠΑ πως το Ιράκ θα μπορούσε να αποκτήσει πυρηνικά όπλα σε τόσο σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα. Σε συνέντευξη του στην ισραηλινή τηλεόραση ανέφερε πως το Ιράκ χρειάζεται τουλάχιστον τέσσερα χρόνια για να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και επέμεινε πως το Ιράν συνιστούσε μεγαλύτερη πυρηνική απειλή για το Ισραήλ απ' ότι το Ιράκ.
Οι Ισραηλινοί ανησυχούσαν ως τυχόν ανατροπή του Σαντάμ θα διατάραζε ακόμη περισσότερο το ισοζύγιο δυνάμεων Ιράκ-Ιράν που ήδη έγερνε προς την πλευρά του Ιράν μετά την ήττα του Σαντάμ στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου το 1991. Το επιτελείο του Μπους όμως ήταν επικεντρωμένο στην ανατροπή του ιρακινού καθεστώτος, κάτι που έβλεπε ως ένα εύκολο τρόπο για την προώθηση των ευρύτερων τους σχεδίων στην ευρύτερη περιοχή. Η στρατιωτική αδυναμία του Ιράκ το καθιστούσε τον λογικό στόχο για τη χρήση στρατιωτικής βίας.
Ισραηλινοί αξιωματούχοι προειδοποίησαν το επιτελείο του Τζορτζ Μπούς πως μια επίθεση εναντίον του Ιράκ θα αποσταθεροποιούσε την περιοχή και επομένως θα ήταν προτιμότερο να θέσουν ως πρωταρχικό τους στόχο το Ιράν.
Ο Γουίλκερσον υπηρετούσε τότε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και όπως δηλώνει, οι Ισραηλινοί αντέδρασαν έντονα όταν αντιλήφθηκαν τις προθέσεις του Μπούς για επίθεση εναντίον του Ιράκ. "Οι Ισραηλινοί μας έλεγαν πως ο εχθρός δεν είναι το Ιράκ αλλά το Ιράν."
Οι Ισραηλινοί απέστειλαν μήνυμα στο Λευκό Οίκο αρχές του 2002 λέγοντας "αν σχεδιάζετε να αποσταθεροποιήσετε την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή, κάντε το εναντίον του κύριου εχθρού."
Η προειδοποίηση κατά της εισβολής στο Ιράκ ήταν διάχυτη σε όλες τις επαφές των Ισραηλινών με την Ουάσινγκτον. Μεταβιβαζόταν στην Αμερικανική Κυβέρνηση από διάφορες Ισραηλινές πηγές, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών, ομάδες πληροφοριών και απλούς πολίτες. Η κύρια επισήμανση των Ισραηλινών ήταν πως οι ΗΠΑ δεν έπρεπε να επιτεθούν αμέσως στο Ιράν, αλά πως δεν έπρεπε να τους αποσπά την προσοχή από την ιρανική απειλή το Ιράκ και ο Σαντάμ Χουσέιν.
Τις συμβουλές των Ισραηλινών για την αποφυγή μιας στρατιωτικής επέμβασης στο Ιράκ πυροδότησαν οι πληροφορίες πως το επιτελείο του Μπους εξέταζε σοβαρά και σχεδίαζε ένα τέτοιο ενδεχόμενο από τον Δεκέμβριο του 2001. Ο τότε Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Ντόναλντ Ράμσφελτ είχε ζητήσει από τον επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας Τόμμυ Φρανκ να καταστρώσει τα σχέδια του νέου πολέμου από τις 4 Δεκεμβρίου 2001.
Όταν ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ Αριέλ Σαρόν πληροφορήθηκε τις προθέσεις των ΗΠΑ επισκέφτηκε την Ουάσινγκτον συνοδευόμενος με τον Υπουργό Άμυνας της χώρας Φουάντ Μπεν Ελιέζερ στις 7 Φεβρουαρίου 2002, σε μια προσπάθειά του να πείσει τον Αμερικανό Πρόεδρο πως ο πραγματικός εχθρός στη Μέση Ανατολή ήταν το Ιράν και όχι το Ιράκ. Το περιεχόμενο της συνάντησης δεν είδε τα φώτα της δημοσιότητας. Διέρρευσε όμως πως ο Σαρόν συμβούλευσε τον Μπους να μην καταλάβει το Ιράκ και τον διαβεβαίωσε πως το Ισραήλ δεν θα έφερνε αντίρρηση στο σχέδιο για ανατροπή του Σαντάμ.
Το Ισραήλ τήρησε σιγή ιχθύος μετά τη συνάντηση, με μοναδική εξαίρεση τις 16 Αυγούστου, οπότε και ένας εκ των βοηθών του Σαρόν, ο Ρανάν Γκίσσιν δήλωσε πως "Οποιαδήποτε αναβολή της επίθεσης εναντίον του Ιράκ σε αυτό το στάδιο δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτα. Θα δώσει απλώς περισσότερο χρόνο (στον Σαντάμ) για επιτάχυνση του προγράμματος όπλων μαζικής καταστροφής."
Οι αντιρρήσεις του Ισραήλ συνεχίστηκαν και τον Οκτώβριο του 2002, όταν ο επικεφαλής της Ισραηλινής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών του στρατού Ααρών Φάρκας ανέφερε στον Αμερικανό Πρόεδρο πως το Ιράκ δεν διέθετε πυραύλους που να είναι σε θέση να πλήξουν άμεσα το Ισραήλ και αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς των ΗΠΑ πως το Ιράκ θα μπορούσε να αποκτήσει πυρηνικά όπλα σε τόσο σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα. Σε συνέντευξη του στην ισραηλινή τηλεόραση ανέφερε πως το Ιράκ χρειάζεται τουλάχιστον τέσσερα χρόνια για να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και επέμεινε πως το Ιράν συνιστούσε μεγαλύτερη πυρηνική απειλή για το Ισραήλ απ' ότι το Ιράκ.
Οι Ισραηλινοί ανησυχούσαν ως τυχόν ανατροπή του Σαντάμ θα διατάραζε ακόμη περισσότερο το ισοζύγιο δυνάμεων Ιράκ-Ιράν που ήδη έγερνε προς την πλευρά του Ιράν μετά την ήττα του Σαντάμ στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου το 1991. Το επιτελείο του Μπους όμως ήταν επικεντρωμένο στην ανατροπή του ιρακινού καθεστώτος, κάτι που έβλεπε ως ένα εύκολο τρόπο για την προώθηση των ευρύτερων τους σχεδίων στην ευρύτερη περιοχή. Η στρατιωτική αδυναμία του Ιράκ το καθιστούσε τον λογικό στόχο για τη χρήση στρατιωτικής βίας.
Πηγή: Μathaba
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου